Monday, November 26, 2007

Η Ρουτίνα της Ταράτσας

ΔΙΑΒΑΣΑ σε προηγούμενο τεύχος του περιοδικού New Yorker ότι, πριν από περίπου 2 μήνες, ο Γερμανός καλλιτέχνης Κριστιάν Γιανκόφσκι, που ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη είχε αναλάβει, για λογαριασμό του Δήμου της πόλης, την εκπόνηση μιας πρωτότυπης, όπως του ζήτησαν, παράστασης visual art. Ιδού, η υπέροχη ιστορία για το πώς εμπνεύστηκε και βρήκε το θέμα του, καθώς και για το πώς, τελικά, το παρουσίασε.

ΗΤΑΝ πρωί. Έπινε τον καφέ του στο 8ου ορόφου διαμέρισμά του επί της Division Street όταν ξαφνικά, κοιτώντας έξω από το παράθυρο, το βλέμμα του σταμάτησε σε κάτι παράξενο: μια γυναίκα, φορώντας εφαρμοστό μπλουζάκι γυμναστικής, και κοντό σορτσάκι, επίσης εφαρμοστό, έκανε χουλα-χουπ επάνω στη ταράτσα της! «Υπήρχε κάτι πολύ ειρηνικό στη κίνησή της, καθώς, σχεδόν υπνωτικά, κινούσε τον κυκλικό κρίκο γύρω-γύρω από τη μέση της», δήλωσε ο Γιανκόσφσκι αργότερα. Πιο πολύ, όμως, του άρεσε που «μέσ’ από τα κουτάκια της πόλης, ξαφνικά, σου προέκυπτε μια … παράσταση κυκλική».

Ο πρώτος σπόρος της ιδέας είχε κιόλας φυτευτεί στο μυαλό του. Και κίνησε αμέσως προς αναζήτηση της μούσας του. Στην εξώπορτα του κτιρίου όπου είχε δει την κοπέλα να χορεύει στη ταράτσα, κόλλησε μια ανακοίνωση καλώντας «όποιον κάνει χούλα-χούπ» να επικοινωνήσει μαζί του. Δεν έλαβε καμία απάντηση. Μια μέρα, σταμάτησε έναν νεαρό την ωρα που έβγαινε από το κτίριο, και τον ρώτησε αν υπήρχε στη πολυκατοικία κάποια που να κάνει χούλα-χουπ. «Ναι, η θεία μου», απάντησε ο νεαρός, αλλά όταν της μίλησε ο Γιανκόφσκι, εκείνη είπε πως ποτέ δεν είχε ανέβει στη ταράτσα. Όμως, είχε, λέει, την υποψία ποια θα μπορούσε να ήταν, και του την υπέδειξε.

ΗΤΑΝ η γυναίκα του Διαμερίσματος 12, για την οποία, εκτός του ότι κάνει χουλα-χουπ στη ταράτσα της πολυκατοικίας της Ludlow Street, έμαθε πως ήταν κινεζικής καταγωγής. Έτσι, με την βοήθεια ενός φίλου, της έγραψε ένα σημείωμα στ’ αγγλικά και στα κινέζικα, λέγοντας «Αγαπητή γειτόνισσα, μένω σε πολυκατοικία δίπλα, είμαι καλλιτέχνης και ετοιμάζω μια χορευτική παραγωγή visual art για τη πόλη της Νέας Υόρκης, και θα ήθελα πολύ να σε γνωρίσω». Λίγες ώρες μετά, τον πήρε τηλέφωνο.

Η «Γυναίκα Μυστήριο», όπως την είχε ονομάσει, αποδείχθηκε πως ήταν η Λίνγκ Τσούα, μετανάστρια από τη Μαλαισία, που εργαζόταν ως μανικιουρίστρια σε κέντρο αισθητικής λίγο πιο κάτω, στην Grand Street. Το χούλα-χούπ, που είχε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, της το είχε κάνει δώρο μια φίλη, και εκείνη ανακάλυψε πως κάνοντας με αυτό, γυμναστική μισής ωρας, κάθε μέρα στη ταράτσα της, σε έναν χρόνο έχασε πολλά περιττά κιλά και διατηρείται σε άριστη φυσική και ψυχική κατάσταση.

Ο ΓΙΑΝΚΟΦΣΚΙ της περιέγραψε, γενικά, τι είχε στο μυαλό του: να προσκαλέσει στη ταράτσα της δικής του πολυκατοικίας ένα τυχαία επιλεγμένο ακροατήριο Νεουορκέζων, που θα την παρακολουθούν, από εκεί, στη δική της ταράτσα, να δίνει τη δική της παράσταση με το χούλα-χούπ. Σταδιακά, θα παρουσιάζονταν από ταράτσες και άλλων, τριγύρω, κτιρίων, και άλλοι που επίσης θα έκαναν χούλα-χούπ, και έτσι θα δημιουργείτο, συνολικά, μια ωραία, σουρεαλιστική εικόνα, με αυτοσχέδια χορογραφία, δίνοντας μια σφαιρική, κυκλική, κίνηση, στο γνωστό «τετραγωνο τοπίο». Την παράστη ονόμασε «Ρουτίνα Ταράτσας».

Η ΛΙΝΓΚ ενθουσιάστηκε με την ιδέα, και δέχτηκε αμέσως. Όταν ήρθε η μεγάλη μερα, ο Γιανκόφσκι είχε εξασφαλίσει 25 ταράτσες για το φιλόδοξο έργο του. Ηταν κρύο πρωινό, αλλά καθαρός ο ουρανός και ενας Ηλιος μακρυνός ομόρφαινε τη μέρα. Περίπου 50 άνθρωποι, φορώντας χειμωνιάτικα παλτά και κουνώντας τα πολύχρωμα κασκόλ τους, συγκεντρώθηκαν στη ταράτσα του Γιανκόσφσκι. Η παράσταση άρχισε με την Λίγκ να κάνει τις πρώτες της, αμήχανες κινήσεις. Ηταν αγχωμένη.

ΕΠΕΙΤΑ οι θεατές γύρισαν τα βλέμματά τους στις άλλες ταράτσες, και αρχίσαν να δειχνουν και να καταμετρούν με ενθουσιασμό τους άλλους «χούλα-χούπερς». «Δεκαεννέα, είκοσι, είκοσι ένας,….». Ξαφνικά, στη νότια πλευρά της ταράτσας, πιο κάτω από το ύψος όλων των υπολοίπων, μια απρογραμμάτιστη «χουλα-χουπερ». Χωρίς να ξέρει τίποτα για το «άλλο πρόγραμμα», εκτός ρυθμού, από τους υπολοίπους. Εκτός τόπου και χρόνου. «Δεν είναι μέρος του έργου μου», φωναζε ο Γιανκόφσκι, δείχνοντας κάτω. Προς το μικρό προαύλιο μιας πολυκατοικίας, όπου μια γυναίκα με μαύρη φόρμα γυμναστικής είχε κατέβει για τη πρωινή της γυμναστική, με χούλα-χούπ, ανυποψιαστη ότι είχε, ταυτόχρονα, εισέλθει, έτσι, στον θαυμαστό κόσμο της conceptual art. Ολοι οι θεατές της ταράτσας του Γιανκόσφκι, στράφηκαν προς τα εκεί. Και έβγαλαν φωτογραφίες εκείνης, της «άσχετης» γυναικας…