Τη φωτογραφία αυτή, ίσως να την έχετε ξαναδεί.
Τραβήχτηκε το 1984 από τον Νοτιοαφρικανό φωτορεπόρτερ, Κέβιν Κάρτερ, στο Σουδάν. Δείχνει ένα παιδάκι να προσπαθεί, σχεδόν έρποντας, να φτάσει λίγα μέτρα πιο πέρα, όπου άνθρωποι της UNICEF μοίραζαν φαγητό. Πίσω του, στα 2-3 μέτρα, ένας γύπας περιμένει...
Ξέρετε τι περιμένει πάντοτε ένα όρνιο. Να πεθάνει το θήραμά του και μετά να ορμήξει να το φάει. Δυστυχώς δεν μάθαμε ποτέ τι απέγινε το παιδάκι της φωτογραφίας. Γράφτηκε πως ο Κάρτερ το σήκωσε και το πήγε στους γιατρούς, ή και στο κέντρο όπου μοίραζε συσσίτιο η UNICEF, αλλά κανείς δεν ξέρει. Ο ίδιος, όποτε ρωτήθηκε, έλεγε «το πήραν». Ποιοι; Που; Κανείς ποτέ δεν έμαθε.
Στις 23 Μαΐου του 1998, μόλις 14 μήνες αφότου συνέλαβε με τον φακό του αυτήν την συγκλονιστική σκηνή, ο Κάρτερ ανέβαινε συγκινημένος στο πλατό της Βιβλιοθήκης Μεμόριαλ του Πανεπιστημίου της Κολούμπια, και παραλάβαινε το Βραβείο Πούλιτζερ για θεματική φωτογραφία. Ήταν, όπως λένε οι Αμερικανοί, the talk of the town. Δεν έμεινε εστιατόριο και νυχτερινό κέντρο της μόδας, στη Νέα Υόρκη, στο οποίο να μην τον πάνε. Όλοι οι εκδότες εφημερίδων και περιοδικών ήθελαν να τον γνωρίσουν και να κλείσουν συνεργασία μαζί του. Τελικά, συμφώνησε με το φωτοειδησεογραφικό πρακτορείο Sygma, το οποίο έχει στο «ρόστερ» του τους περίπου 200 κορυφαίους φωτορεπόρτερς στον κόσμο.
Στην όψη του όμως, είχε ήδη εγκατασταθεί η μελαγχολία. Τίποτα δεν του έλεγαν όλα αυτά τα ωραία και τα σπουδαία που τον περίμεναν μετά από την παγκόσμια επιτυχία της φωτογραφίας του. Δύο μήνες μετά την παραλαβή του Βραβείου Πούλιτζερ, και έχοντας επιστρέψει πιά στη χώρα του, τη Νότιο Αφρική, ο Κέβιν Κάρτερ βρέθηκε νεκρός από τις αναθυμιάσεις μονοξειδίου του άνθρακα, μέσα σ’ ένα κόκκινο pick-up φορτηγάκι, στο Τζοχάνεσμπεργκ, κοντά σ’ ένα ποταμάκι όπου συνήθιζε να παίζει όταν ήταν παιδί. Στην εξάτμιση βρέθηκε συνδεδεμένο ένα λάστιχο, από αυτά που ποτίζουμε τους κήπους. Αυτό έφερνε το αέριο απ’ έξω, μέσα.
ΣΤΟ πίσω κάθισμα, κάτω από το σακίδιό του, βρέθηκε ένα σημείωμα:
«Λυπάμαι, ειλικρινά λυπάμαι. Ο πόνος της ζωής ξεπερνά τη χαρά της. Και την ξεπερνά ως το σημείο εκείνο, που πιά η ζωή δεν αντέχεται». Όπως έγραψε τότε ο Σκότ Μακλίοντ, σ’ ένα καταπληκτικό του κομμάτι για το περιοδικό Time, «το βάρος της φήμης ήταν μόνο το οριστικό, δραματικό κτύπημα ενός θανάτου που τον είχε «προβλέψει» και προετοιμάσει η ίδια η προσωπικότητα του Κάρτερ, η πίεση να είναι ο πρώτος που θα φτάσει εκεί όπου είναι η δράση, ο φόβος ότι οι φωτογραφίες του ποτέ δεν ήταν όσο καλές θα έπρεπε, ή υπαρξιακή διαύγεια που τον κυρίευε όποτε συνειδητοποιούσε ότι εκείνοι που φωτογράφιζε σκοτώνονταν, εκείνος ζούσε, εκείνοι πέθαιναν ανώνυμοι, εκείνος συνέχιζε να ζει αποκτώντας φήμη, εκείνοι έλιωναν από την πείνα, εκείνος από την αχορτασιά φούσκωνε».
Ο ΚΑΡΤΕΡ δεν είχε να διαχειριστεί μόνο τη φήμη του που εκτοξεύτηκε με το Πουλιτζερ. Είχε να διαχειριστεί και τα «ενδότερα βάσανα» που του γέννησε η ίδια του η δουλειά. Ο ίδιος, παραδέχτηκε ότι όταν είδε να προσγειώνεται το γεράκι λίγα μέτρα δίπλα από το ετοιμοθάνατο κοριτσάκι, περίμενε εκεί, ακίνητος, επί 20 λεπτά, μέχρι να πετύχει «τη καλύτερη πόζα». Είχε πει, μάλιστα, πως ήλπιζε ότι το γεράκι, κάποια στιγμή θα άνοιγε τα φτερά του, και ότι «αυτή θα ήταν η πιο φοβερή φωτογραφία, γιατί θα έμοιαζε σαν να ήταν έτοιμο να … σκεπάσει και να εξαφανίσει το παιδί».
ΑΡΚΕΤΟΙ συνάδελφοί του στην Νότιο Αφρική, αλλά και αλλού, χαρακτήρισαν «ψεύτικη» τη βράβευσή του, και έθεσαν πολλά και σοβαρά ερωτήματα για την επαγγελματική του ηθική – γενικά, για την επαγγελματική ηθική πολλών ανθρώπων των μίντια, που κυνηγάμε «την καλή πόζα», με κάθε κόστος. «Ο άνθρωπος που, όπως ο ίδιος παραδέχτηκε, καθόταν εκεί επί 20 λεπτά, εστιάζοντας τον φακό του, και περιμένοντας την καλύτερη σκηνή, είναι και εκείνος ένα άλλο αρπαχτικό, ένα γεράκι στο ίδιο ακριβώς τοπίο», έγραφε, τότε, η εφημερίδα St. Petersburg Times, της Φλόριδας. Ακόμα και επιστήθιοι φίλοι του, αναρωτιούνταν συχνά γιατί ο Κάρτερ δεν είχε βοηθήσει εκείνο το παιδάκι;
Το πρωί της Τετάρτης 27 Ιουλίου, τελευταία μέρα της ζωής του, ο Κάρτερ φαινόταν χαρούμενος. Εμεινε στο κρεβάτι μεχρι το μεσημέρι, και όταν σηκώθηκε πήγε στην εφημερίδα Weekly Mail για να παραδώσει μια φωτογραφία του. Εκεί, για μία ακόμη φορά, συννέφιασε, και άρχισε να μιλάει απότομα στους δημοσιογράφους και αρχισυντάκτες, λέγοντάς τους πως δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους και ότι «ενώ κόσμος σκοτώνεται και πεθάνει από πείνα εκεί έξω, εσείς κάθεστε εδώ, στα πολυτελή γραφεία σας, και γράφετε μαλακίες». Εκείνοι, συνηθισμένοι πιά από τέτοια ξεσπάσματά του, του σύστησαν, πάλι, να πάει να δεί κανάν θεραπευτή. Ένας, μάλιστα, του έδωσε το τηλέφωνο μιας ψυχοθεραπεύτριας, και τον προέτρεψε να επιδιώξει τη βοήθειά της.
Ο Κέβιν Κάρτερ, θύμα της πίεσης μιας αγοράς που δεν αντέχει πάντα τη δυστυχία που η ίδια αναπαράγει και πουλάει (κάποτε τη δημιουργεί κιόλας), λίγο αργότερα έβαλε τέρμα στη ζωή του. «Χωρίς λεφτά για τηλέφωνο, για το νοίκι μου, για να υποστηρίξω το παιδί μου, για να ξεπληρώσω τα χρέη μου, χρήματα, χρήματα, χρήματα, …, μα πάνω απ’ όλα, οι εφιάλτες από τις ζωντανές θύμησες από δολοφονίες, και πτώματα, και θυμός πολύς, και πόνος ανείπωτος, για παιδιά που πεινάνε, για τρελούς, συχνά και αστυνομικούς, που πατάνε τη σκανδάλη, δεν αντέχω άλλο, …, φεύγω», ήταν η τελευταία παράγραφος του σημειώματος που άφησε πίσω του.
Τραβήχτηκε το 1984 από τον Νοτιοαφρικανό φωτορεπόρτερ, Κέβιν Κάρτερ, στο Σουδάν. Δείχνει ένα παιδάκι να προσπαθεί, σχεδόν έρποντας, να φτάσει λίγα μέτρα πιο πέρα, όπου άνθρωποι της UNICEF μοίραζαν φαγητό. Πίσω του, στα 2-3 μέτρα, ένας γύπας περιμένει...
Ξέρετε τι περιμένει πάντοτε ένα όρνιο. Να πεθάνει το θήραμά του και μετά να ορμήξει να το φάει. Δυστυχώς δεν μάθαμε ποτέ τι απέγινε το παιδάκι της φωτογραφίας. Γράφτηκε πως ο Κάρτερ το σήκωσε και το πήγε στους γιατρούς, ή και στο κέντρο όπου μοίραζε συσσίτιο η UNICEF, αλλά κανείς δεν ξέρει. Ο ίδιος, όποτε ρωτήθηκε, έλεγε «το πήραν». Ποιοι; Που; Κανείς ποτέ δεν έμαθε.
Στις 23 Μαΐου του 1998, μόλις 14 μήνες αφότου συνέλαβε με τον φακό του αυτήν την συγκλονιστική σκηνή, ο Κάρτερ ανέβαινε συγκινημένος στο πλατό της Βιβλιοθήκης Μεμόριαλ του Πανεπιστημίου της Κολούμπια, και παραλάβαινε το Βραβείο Πούλιτζερ για θεματική φωτογραφία. Ήταν, όπως λένε οι Αμερικανοί, the talk of the town. Δεν έμεινε εστιατόριο και νυχτερινό κέντρο της μόδας, στη Νέα Υόρκη, στο οποίο να μην τον πάνε. Όλοι οι εκδότες εφημερίδων και περιοδικών ήθελαν να τον γνωρίσουν και να κλείσουν συνεργασία μαζί του. Τελικά, συμφώνησε με το φωτοειδησεογραφικό πρακτορείο Sygma, το οποίο έχει στο «ρόστερ» του τους περίπου 200 κορυφαίους φωτορεπόρτερς στον κόσμο.
Στην όψη του όμως, είχε ήδη εγκατασταθεί η μελαγχολία. Τίποτα δεν του έλεγαν όλα αυτά τα ωραία και τα σπουδαία που τον περίμεναν μετά από την παγκόσμια επιτυχία της φωτογραφίας του. Δύο μήνες μετά την παραλαβή του Βραβείου Πούλιτζερ, και έχοντας επιστρέψει πιά στη χώρα του, τη Νότιο Αφρική, ο Κέβιν Κάρτερ βρέθηκε νεκρός από τις αναθυμιάσεις μονοξειδίου του άνθρακα, μέσα σ’ ένα κόκκινο pick-up φορτηγάκι, στο Τζοχάνεσμπεργκ, κοντά σ’ ένα ποταμάκι όπου συνήθιζε να παίζει όταν ήταν παιδί. Στην εξάτμιση βρέθηκε συνδεδεμένο ένα λάστιχο, από αυτά που ποτίζουμε τους κήπους. Αυτό έφερνε το αέριο απ’ έξω, μέσα.
ΣΤΟ πίσω κάθισμα, κάτω από το σακίδιό του, βρέθηκε ένα σημείωμα:
«Λυπάμαι, ειλικρινά λυπάμαι. Ο πόνος της ζωής ξεπερνά τη χαρά της. Και την ξεπερνά ως το σημείο εκείνο, που πιά η ζωή δεν αντέχεται». Όπως έγραψε τότε ο Σκότ Μακλίοντ, σ’ ένα καταπληκτικό του κομμάτι για το περιοδικό Time, «το βάρος της φήμης ήταν μόνο το οριστικό, δραματικό κτύπημα ενός θανάτου που τον είχε «προβλέψει» και προετοιμάσει η ίδια η προσωπικότητα του Κάρτερ, η πίεση να είναι ο πρώτος που θα φτάσει εκεί όπου είναι η δράση, ο φόβος ότι οι φωτογραφίες του ποτέ δεν ήταν όσο καλές θα έπρεπε, ή υπαρξιακή διαύγεια που τον κυρίευε όποτε συνειδητοποιούσε ότι εκείνοι που φωτογράφιζε σκοτώνονταν, εκείνος ζούσε, εκείνοι πέθαιναν ανώνυμοι, εκείνος συνέχιζε να ζει αποκτώντας φήμη, εκείνοι έλιωναν από την πείνα, εκείνος από την αχορτασιά φούσκωνε».
Ο ΚΑΡΤΕΡ δεν είχε να διαχειριστεί μόνο τη φήμη του που εκτοξεύτηκε με το Πουλιτζερ. Είχε να διαχειριστεί και τα «ενδότερα βάσανα» που του γέννησε η ίδια του η δουλειά. Ο ίδιος, παραδέχτηκε ότι όταν είδε να προσγειώνεται το γεράκι λίγα μέτρα δίπλα από το ετοιμοθάνατο κοριτσάκι, περίμενε εκεί, ακίνητος, επί 20 λεπτά, μέχρι να πετύχει «τη καλύτερη πόζα». Είχε πει, μάλιστα, πως ήλπιζε ότι το γεράκι, κάποια στιγμή θα άνοιγε τα φτερά του, και ότι «αυτή θα ήταν η πιο φοβερή φωτογραφία, γιατί θα έμοιαζε σαν να ήταν έτοιμο να … σκεπάσει και να εξαφανίσει το παιδί».
ΑΡΚΕΤΟΙ συνάδελφοί του στην Νότιο Αφρική, αλλά και αλλού, χαρακτήρισαν «ψεύτικη» τη βράβευσή του, και έθεσαν πολλά και σοβαρά ερωτήματα για την επαγγελματική του ηθική – γενικά, για την επαγγελματική ηθική πολλών ανθρώπων των μίντια, που κυνηγάμε «την καλή πόζα», με κάθε κόστος. «Ο άνθρωπος που, όπως ο ίδιος παραδέχτηκε, καθόταν εκεί επί 20 λεπτά, εστιάζοντας τον φακό του, και περιμένοντας την καλύτερη σκηνή, είναι και εκείνος ένα άλλο αρπαχτικό, ένα γεράκι στο ίδιο ακριβώς τοπίο», έγραφε, τότε, η εφημερίδα St. Petersburg Times, της Φλόριδας. Ακόμα και επιστήθιοι φίλοι του, αναρωτιούνταν συχνά γιατί ο Κάρτερ δεν είχε βοηθήσει εκείνο το παιδάκι;
Το πρωί της Τετάρτης 27 Ιουλίου, τελευταία μέρα της ζωής του, ο Κάρτερ φαινόταν χαρούμενος. Εμεινε στο κρεβάτι μεχρι το μεσημέρι, και όταν σηκώθηκε πήγε στην εφημερίδα Weekly Mail για να παραδώσει μια φωτογραφία του. Εκεί, για μία ακόμη φορά, συννέφιασε, και άρχισε να μιλάει απότομα στους δημοσιογράφους και αρχισυντάκτες, λέγοντάς τους πως δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους και ότι «ενώ κόσμος σκοτώνεται και πεθάνει από πείνα εκεί έξω, εσείς κάθεστε εδώ, στα πολυτελή γραφεία σας, και γράφετε μαλακίες». Εκείνοι, συνηθισμένοι πιά από τέτοια ξεσπάσματά του, του σύστησαν, πάλι, να πάει να δεί κανάν θεραπευτή. Ένας, μάλιστα, του έδωσε το τηλέφωνο μιας ψυχοθεραπεύτριας, και τον προέτρεψε να επιδιώξει τη βοήθειά της.
Ο Κέβιν Κάρτερ, θύμα της πίεσης μιας αγοράς που δεν αντέχει πάντα τη δυστυχία που η ίδια αναπαράγει και πουλάει (κάποτε τη δημιουργεί κιόλας), λίγο αργότερα έβαλε τέρμα στη ζωή του. «Χωρίς λεφτά για τηλέφωνο, για το νοίκι μου, για να υποστηρίξω το παιδί μου, για να ξεπληρώσω τα χρέη μου, χρήματα, χρήματα, χρήματα, …, μα πάνω απ’ όλα, οι εφιάλτες από τις ζωντανές θύμησες από δολοφονίες, και πτώματα, και θυμός πολύς, και πόνος ανείπωτος, για παιδιά που πεινάνε, για τρελούς, συχνά και αστυνομικούς, που πατάνε τη σκανδάλη, δεν αντέχω άλλο, …, φεύγω», ήταν η τελευταία παράγραφος του σημειώματος που άφησε πίσω του.