Tuesday, March 18, 2008

Μα την πίστη μου, είναι Αθάνατοι!


ΥΠΗΡΧΕ παλιά μια εκπομπή στο ραδιόφωνο του BBC, που λεγότανε «My word», «Η λέξη μου». Οι Άγγλοι χρησιμοποιούν τη φράση και ως επιφώνημα που λέει «Μα τον Θεό» ή «μα την πίστη μου». Στη συγκεκριμένη εκπομπή ίσχυαν και οι δύο ερμηνείες. Είχε διάρκεια μόλις 30 λεπτών και ήταν ένα υπέροχο παιχνίδι με τις λέξεις, τα νοήματα και τις εικόνες που αυτές, οι λέξεις, πάντα γεννούν.

ΥΠΗΡΧΕ ένα πάνελ με 4 καλεσμένους, πάντοτε οι ίδιοι, και έναν συντονιστή. Έπρεπε να βρουν, φέρ' ειπείν, σε ποιο βιβλίο συναντά κανείς μια πολύ παράξενη λέξη, ποιος ποιητής έγραψε έναν προσεκτικά επιλεγμένο (για το γλωσσικό του ιδίωμα) στίχο, μία παράγραφος από ποιον συγγραφέα μπορεί να γράφτηκε κ.λπ.

Η ΕΝΤΙΘ ΠΕΡΛΜΑΝ, Αμερικανίδα διηγηματογράφος, είναι εδώ και πολλά χρόνια φανατική ακροάτρια της εκπομπής, που αναμεταδίδεται κάθε βράδυ στις 10.30 από τον σταθμό WBUR στην πόλη του Μπρούκλαϊν, όπου ζει στην Αμερική. «Στις 10 και 29 ακριβώς, βγάζω τα γυαλιά μου, τα ακουμπάω στο κομοδίνο, σβήνω το φως και κάθομαι στο κρεβάτι μου όπου, με το φως μόνο από τη σελήνη, πίνω κάθε βράδυ ένα ποτήρι σέρι στην υγεία των 4 παικτών του παιχνιδιού και του ενός που τους θέτει τις ερωτήσεις», γράφει σε ένα εξαιρετικό άρθρο της, που ξετρυπώσαμε πρόσφατα στην εφημερίδα «Boston Globe».

ΜΕ ΓΟΗΤΕΥΕΙ, γράφει η Πέρλμαν, ότι πράγματα που κάποτε είχαν αληθινή σημασία, όπως το να είναι κάποιος εξοικειωμένος με επιγράμματα, να έχει ρητορικές ικανότητες, να μπορεί να εμπλουτίζει συνεχώς το λεξιλόγιό του κ.λπ., ακόμα φαίνεται να έχουν την αξία τους. Χαιρόταν που, στον γρήγορο και «ηλεκτροποιημένο» κόσμο μας, οι λέξεις είχαν ακόμα τη ζωή τους.

ΑΓΑΠΗΣΕ βαθιά τους παίκτες της εκπομπής. Γίνανε δικοί της άνθρωποι, ο Φρανκ Μιούιρ, ο Ντένις Νόρντεν, η Ντίλις Πάουελ και η Ανν Σκοτ Τζέιμς. Εκείνη σπάνια έβρισκε τις απαντήσεις στο παιχνίδι, αλλά χαιρόταν που αυτή η τρελή παρέα «των εκκεντρικών Βρετανών λεξιλάγνων», όπως τους έλεγε, εμπλούτιζε τον εσωτερικό της κόσμο με ομορφιά ανείπωτη.

ΜΙΑ ΜΕΡΑ, ΟΜΩΣ, θλίψη σκέπασε την Εντιθ Πέρλμαν, καθώς διάβασε στην εφημερίδα της, στη Βοστώνη, μια νεκρολογία της Ντίλις Πάουελ. Όμως, το βράδυ, που άνοιξε φοβισμένα το ραδιόφωνό της, να ακούσει την αγαπημένη της εκπομπή, με έκπληξη διαπίστωσε ότι η Ντίλις ήταν κανονικά στη θέση της και μάλιστα με πολύ κέφι απαριθμούσε λέξεις της βρετανικής κηπουρικής, που έχουν τις ρίζες τους στην ελληνική γλώσσα. Τότε, για πρώτη φορά, η κυρία Πέρλμαν κατάλαβε ότι η εκπομπή που άκουγε κάθε βράδυ δεν ήταν ζωντανή - πώς άλλωστε θα μπορούσε να ήταν, με επιβεβαιωμένα νεκρή την Ντίλις Πάουελ;

ΜΕΤΑ από λίγους μήνες, καλοκαιράκι ήτανε, βρέθηκε στο Λονδίνο για μια σειρά διαλέξεων. Ρώτησε έναν Άγγλο φίλο της για το πρόγραμμα εκείνο, το «My word», και εκείνος, έκπληκτος, της εξήγησε ότι ήταν πολύ δημοφιλές στη δεκαετία του '70 και ότι οι πρωταγωνιστές του έχουν κυριολεκτικά εξαφανιστεί από τη λογοτεχνική σκηνή της χώρας -δεν ξέρω καν αν ζουν, συμπλήρωσε.

ΕΠΕΜΕΙΝΕ, όμως, στο ψάξιμο η κ. Πέρλμαν. Ηθελε οπωσδήποτε να μάθει τι απέγιναν οι καλοί της ραδιοφωνικοί φίλοι. Και πράγματι, με τη βοήθεια γνωστών από το BBC, βρήκε ότι: η παρουσιάστρια Ανν Σκοτ Τζέιμς, γεννημένη το 1913, είναι μια χαρά, ασχολούμενη με το διάβασμα και την κηπουρική. Ο Φρανκ Μιούιρ πέθανε το 1998. Ο Ντένις Νόρντεν κάνει ακόμα καθημερινά τις βόλτες του στο πάρκο του Χάμστεντ, στο βόρειο Λονδίνο.

«ΕΤΣΙ», γράφει στο άρθρο της, «από τους αγαπημένους μου της ραδιοφωνικής μου συντροφιάς, ο ένας είναι ηλικιωμένος, η άλλη είναι αρχαία και δύο πέθαναν. Και υπάρχουν στιγμές, καθώς μέσα στο σκοτάδι ή τις σκιές πίνω μικρές γουλιές από το σέρι μου ή ένα ωραίο σαρντονέ, αισθανόμενη όσο ευτυχής μπορώ να είμαι, που αναλογίζομαι πως ίσως να έχω πεθάνει και εγώ. Ίσως, ακούγοντας τους αόρατους φίλους μου από το ραδιόφωνο, να έχω τρυφερά εκλείψει και ελόγου μου.

"Γιατί, αν αυτός είναι ο Παράδεισος, ούτε εγώ εκτός του είμαι", τους λέω - τη θυμάμαι αυτή τη γραμμή, από τις εκπομπές. Αθανασία, μου ψιθυρίζουν, τότε, σε απάντηση. Και χαμογελάω. Γιατί ξέρω. Ναι, αυτή είναι αιώνια ζωή».

Το «κομματι» δημοσιεύτηκε στη στήλη «Πρόσωπα & Προσωπεία» της Ελευθεροτυπίας, στις 15.01.2008.

Monday, November 26, 2007

Η Ρουτίνα της Ταράτσας

ΔΙΑΒΑΣΑ σε προηγούμενο τεύχος του περιοδικού New Yorker ότι, πριν από περίπου 2 μήνες, ο Γερμανός καλλιτέχνης Κριστιάν Γιανκόφσκι, που ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη είχε αναλάβει, για λογαριασμό του Δήμου της πόλης, την εκπόνηση μιας πρωτότυπης, όπως του ζήτησαν, παράστασης visual art. Ιδού, η υπέροχη ιστορία για το πώς εμπνεύστηκε και βρήκε το θέμα του, καθώς και για το πώς, τελικά, το παρουσίασε.

ΗΤΑΝ πρωί. Έπινε τον καφέ του στο 8ου ορόφου διαμέρισμά του επί της Division Street όταν ξαφνικά, κοιτώντας έξω από το παράθυρο, το βλέμμα του σταμάτησε σε κάτι παράξενο: μια γυναίκα, φορώντας εφαρμοστό μπλουζάκι γυμναστικής, και κοντό σορτσάκι, επίσης εφαρμοστό, έκανε χουλα-χουπ επάνω στη ταράτσα της! «Υπήρχε κάτι πολύ ειρηνικό στη κίνησή της, καθώς, σχεδόν υπνωτικά, κινούσε τον κυκλικό κρίκο γύρω-γύρω από τη μέση της», δήλωσε ο Γιανκόσφσκι αργότερα. Πιο πολύ, όμως, του άρεσε που «μέσ’ από τα κουτάκια της πόλης, ξαφνικά, σου προέκυπτε μια … παράσταση κυκλική».

Ο πρώτος σπόρος της ιδέας είχε κιόλας φυτευτεί στο μυαλό του. Και κίνησε αμέσως προς αναζήτηση της μούσας του. Στην εξώπορτα του κτιρίου όπου είχε δει την κοπέλα να χορεύει στη ταράτσα, κόλλησε μια ανακοίνωση καλώντας «όποιον κάνει χούλα-χούπ» να επικοινωνήσει μαζί του. Δεν έλαβε καμία απάντηση. Μια μέρα, σταμάτησε έναν νεαρό την ωρα που έβγαινε από το κτίριο, και τον ρώτησε αν υπήρχε στη πολυκατοικία κάποια που να κάνει χούλα-χουπ. «Ναι, η θεία μου», απάντησε ο νεαρός, αλλά όταν της μίλησε ο Γιανκόφσκι, εκείνη είπε πως ποτέ δεν είχε ανέβει στη ταράτσα. Όμως, είχε, λέει, την υποψία ποια θα μπορούσε να ήταν, και του την υπέδειξε.

ΗΤΑΝ η γυναίκα του Διαμερίσματος 12, για την οποία, εκτός του ότι κάνει χουλα-χουπ στη ταράτσα της πολυκατοικίας της Ludlow Street, έμαθε πως ήταν κινεζικής καταγωγής. Έτσι, με την βοήθεια ενός φίλου, της έγραψε ένα σημείωμα στ’ αγγλικά και στα κινέζικα, λέγοντας «Αγαπητή γειτόνισσα, μένω σε πολυκατοικία δίπλα, είμαι καλλιτέχνης και ετοιμάζω μια χορευτική παραγωγή visual art για τη πόλη της Νέας Υόρκης, και θα ήθελα πολύ να σε γνωρίσω». Λίγες ώρες μετά, τον πήρε τηλέφωνο.

Η «Γυναίκα Μυστήριο», όπως την είχε ονομάσει, αποδείχθηκε πως ήταν η Λίνγκ Τσούα, μετανάστρια από τη Μαλαισία, που εργαζόταν ως μανικιουρίστρια σε κέντρο αισθητικής λίγο πιο κάτω, στην Grand Street. Το χούλα-χούπ, που είχε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, της το είχε κάνει δώρο μια φίλη, και εκείνη ανακάλυψε πως κάνοντας με αυτό, γυμναστική μισής ωρας, κάθε μέρα στη ταράτσα της, σε έναν χρόνο έχασε πολλά περιττά κιλά και διατηρείται σε άριστη φυσική και ψυχική κατάσταση.

Ο ΓΙΑΝΚΟΦΣΚΙ της περιέγραψε, γενικά, τι είχε στο μυαλό του: να προσκαλέσει στη ταράτσα της δικής του πολυκατοικίας ένα τυχαία επιλεγμένο ακροατήριο Νεουορκέζων, που θα την παρακολουθούν, από εκεί, στη δική της ταράτσα, να δίνει τη δική της παράσταση με το χούλα-χούπ. Σταδιακά, θα παρουσιάζονταν από ταράτσες και άλλων, τριγύρω, κτιρίων, και άλλοι που επίσης θα έκαναν χούλα-χούπ, και έτσι θα δημιουργείτο, συνολικά, μια ωραία, σουρεαλιστική εικόνα, με αυτοσχέδια χορογραφία, δίνοντας μια σφαιρική, κυκλική, κίνηση, στο γνωστό «τετραγωνο τοπίο». Την παράστη ονόμασε «Ρουτίνα Ταράτσας».

Η ΛΙΝΓΚ ενθουσιάστηκε με την ιδέα, και δέχτηκε αμέσως. Όταν ήρθε η μεγάλη μερα, ο Γιανκόφσκι είχε εξασφαλίσει 25 ταράτσες για το φιλόδοξο έργο του. Ηταν κρύο πρωινό, αλλά καθαρός ο ουρανός και ενας Ηλιος μακρυνός ομόρφαινε τη μέρα. Περίπου 50 άνθρωποι, φορώντας χειμωνιάτικα παλτά και κουνώντας τα πολύχρωμα κασκόλ τους, συγκεντρώθηκαν στη ταράτσα του Γιανκόσφσκι. Η παράσταση άρχισε με την Λίγκ να κάνει τις πρώτες της, αμήχανες κινήσεις. Ηταν αγχωμένη.

ΕΠΕΙΤΑ οι θεατές γύρισαν τα βλέμματά τους στις άλλες ταράτσες, και αρχίσαν να δειχνουν και να καταμετρούν με ενθουσιασμό τους άλλους «χούλα-χούπερς». «Δεκαεννέα, είκοσι, είκοσι ένας,….». Ξαφνικά, στη νότια πλευρά της ταράτσας, πιο κάτω από το ύψος όλων των υπολοίπων, μια απρογραμμάτιστη «χουλα-χουπερ». Χωρίς να ξέρει τίποτα για το «άλλο πρόγραμμα», εκτός ρυθμού, από τους υπολοίπους. Εκτός τόπου και χρόνου. «Δεν είναι μέρος του έργου μου», φωναζε ο Γιανκόφσκι, δείχνοντας κάτω. Προς το μικρό προαύλιο μιας πολυκατοικίας, όπου μια γυναίκα με μαύρη φόρμα γυμναστικής είχε κατέβει για τη πρωινή της γυμναστική, με χούλα-χούπ, ανυποψιαστη ότι είχε, ταυτόχρονα, εισέλθει, έτσι, στον θαυμαστό κόσμο της conceptual art. Ολοι οι θεατές της ταράτσας του Γιανκόσφκι, στράφηκαν προς τα εκεί. Και έβγαλαν φωτογραφίες εκείνης, της «άσχετης» γυναικας…


Monday, October 29, 2007

Δεν άντεξε τον εαυτό του ...


Τη φωτογραφία αυτή, ίσως να την έχετε ξαναδεί.
Τραβήχτηκε το 1984 από τον Νοτιοαφρικανό φωτορεπόρτερ, Κέβιν Κάρτερ, στο Σουδάν. Δείχνει ένα παιδάκι να προσπαθεί, σχεδόν έρποντας, να φτάσει λίγα μέτρα πιο πέρα, όπου άνθρωποι της UNICEF μοίραζαν φαγητό. Πίσω του, στα 2-3 μέτρα, ένας γύπας περιμένει...
Ξέρετε τι περιμένει πάντοτε ένα όρνιο. Να πεθάνει το θήραμά του και μετά να ορμήξει να το φάει. Δυστυχώς δεν μάθαμε ποτέ τι απέγινε το παιδάκι της φωτογραφίας. Γράφτηκε πως ο Κάρτερ το σήκωσε και το πήγε στους γιατρούς, ή και στο κέντρο όπου μοίραζε συσσίτιο η UNICEF, αλλά κανείς δεν ξέρει. Ο ίδιος, όποτε ρωτήθηκε, έλεγε «το πήραν». Ποιοι; Που; Κανείς ποτέ δεν έμαθε.

Στις 23 Μαΐου του 1998, μόλις 14 μήνες αφότου συνέλαβε με τον φακό του αυτήν την συγκλονιστική σκηνή, ο Κάρτερ ανέβαινε συγκινημένος στο πλατό της Βιβλιοθήκης Μεμόριαλ του Πανεπιστημίου της Κολούμπια, και παραλάβαινε το Βραβείο Πούλιτζερ για θεματική φωτογραφία. Ήταν, όπως λένε οι Αμερικανοί, the talk of the town. Δεν έμεινε εστιατόριο και νυχτερινό κέντρο της μόδας, στη Νέα Υόρκη, στο οποίο να μην τον πάνε. Όλοι οι εκδότες εφημερίδων και περιοδικών ήθελαν να τον γνωρίσουν και να κλείσουν συνεργασία μαζί του. Τελικά, συμφώνησε με το φωτοειδησεογραφικό πρακτορείο Sygma, το οποίο έχει στο «ρόστερ» του τους περίπου 200 κορυφαίους φωτορεπόρτερς στον κόσμο.

Στην όψη του όμως, είχε ήδη εγκατασταθεί η μελαγχολία. Τίποτα δεν του έλεγαν όλα αυτά τα ωραία και τα σπουδαία που τον περίμεναν μετά από την παγκόσμια επιτυχία της φωτογραφίας του. Δύο μήνες μετά την παραλαβή του Βραβείου Πούλιτζερ, και έχοντας επιστρέψει πιά στη χώρα του, τη Νότιο Αφρική, ο Κέβιν Κάρτερ βρέθηκε νεκρός από τις αναθυμιάσεις μονοξειδίου του άνθρακα, μέσα σ’ ένα κόκκινο pick-up φορτηγάκι, στο Τζοχάνεσμπεργκ, κοντά σ’ ένα ποταμάκι όπου συνήθιζε να παίζει όταν ήταν παιδί. Στην εξάτμιση βρέθηκε συνδεδεμένο ένα λάστιχο, από αυτά που ποτίζουμε τους κήπους. Αυτό έφερνε το αέριο απ’ έξω, μέσα.

ΣΤΟ πίσω κάθισμα, κάτω από το σακίδιό του, βρέθηκε ένα σημείωμα:
«Λυπάμαι, ειλικρινά λυπάμαι. Ο πόνος της ζωής ξεπερνά τη χαρά της. Και την ξεπερνά ως το σημείο εκείνο, που πιά η ζωή δεν αντέχεται». Όπως έγραψε τότε ο Σκότ Μακλίοντ, σ’ ένα καταπληκτικό του κομμάτι για το περιοδικό Time, «το βάρος της φήμης ήταν μόνο το οριστικό, δραματικό κτύπημα ενός θανάτου που τον είχε «προβλέψει» και προετοιμάσει η ίδια η προσωπικότητα του Κάρτερ, η πίεση να είναι ο πρώτος που θα φτάσει εκεί όπου είναι η δράση, ο φόβος ότι οι φωτογραφίες του ποτέ δεν ήταν όσο καλές θα έπρεπε, ή υπαρξιακή διαύγεια που τον κυρίευε όποτε συνειδητοποιούσε ότι εκείνοι που φωτογράφιζε σκοτώνονταν, εκείνος ζούσε, εκείνοι πέθαιναν ανώνυμοι, εκείνος συνέχιζε να ζει αποκτώντας φήμη, εκείνοι έλιωναν από την πείνα, εκείνος από την αχορτασιά φούσκωνε».

Ο ΚΑΡΤΕΡ δεν είχε να διαχειριστεί μόνο τη φήμη του που εκτοξεύτηκε με το Πουλιτζερ. Είχε να διαχειριστεί και τα «ενδότερα βάσανα» που του γέννησε η ίδια του η δουλειά. Ο ίδιος, παραδέχτηκε ότι όταν είδε να προσγειώνεται το γεράκι λίγα μέτρα δίπλα από το ετοιμοθάνατο κοριτσάκι, περίμενε εκεί, ακίνητος, επί 20 λεπτά, μέχρι να πετύχει «τη καλύτερη πόζα». Είχε πει, μάλιστα, πως ήλπιζε ότι το γεράκι, κάποια στιγμή θα άνοιγε τα φτερά του, και ότι «αυτή θα ήταν η πιο φοβερή φωτογραφία, γιατί θα έμοιαζε σαν να ήταν έτοιμο να … σκεπάσει και να εξαφανίσει το παιδί».

ΑΡΚΕΤΟΙ συνάδελφοί του στην Νότιο Αφρική, αλλά και αλλού, χαρακτήρισαν «ψεύτικη» τη βράβευσή του, και έθεσαν πολλά και σοβαρά ερωτήματα για την επαγγελματική του ηθική – γενικά, για την επαγγελματική ηθική πολλών ανθρώπων των μίντια, που κυνηγάμε «την καλή πόζα», με κάθε κόστος. «Ο άνθρωπος που, όπως ο ίδιος παραδέχτηκε, καθόταν εκεί επί 20 λεπτά, εστιάζοντας τον φακό του, και περιμένοντας την καλύτερη σκηνή, είναι και εκείνος ένα άλλο αρπαχτικό, ένα γεράκι στο ίδιο ακριβώς τοπίο», έγραφε, τότε, η εφημερίδα St. Petersburg Times, της Φλόριδας. Ακόμα και επιστήθιοι φίλοι του, αναρωτιούνταν συχνά γιατί ο Κάρτερ δεν είχε βοηθήσει εκείνο το παιδάκι;

Το πρωί της Τετάρτης 27 Ιουλίου, τελευταία μέρα της ζωής του, ο Κάρτερ φαινόταν χαρούμενος. Εμεινε στο κρεβάτι μεχρι το μεσημέρι, και όταν σηκώθηκε πήγε στην εφημερίδα Weekly Mail για να παραδώσει μια φωτογραφία του. Εκεί, για μία ακόμη φορά, συννέφιασε, και άρχισε να μιλάει απότομα στους δημοσιογράφους και αρχισυντάκτες, λέγοντάς τους πως δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους και ότι «ενώ κόσμος σκοτώνεται και πεθάνει από πείνα εκεί έξω, εσείς κάθεστε εδώ, στα πολυτελή γραφεία σας, και γράφετε μαλακίες». Εκείνοι, συνηθισμένοι πιά από τέτοια ξεσπάσματά του, του σύστησαν, πάλι, να πάει να δεί κανάν θεραπευτή. Ένας, μάλιστα, του έδωσε το τηλέφωνο μιας ψυχοθεραπεύτριας, και τον προέτρεψε να επιδιώξει τη βοήθειά της.

Ο Κέβιν Κάρτερ, θύμα της πίεσης μιας αγοράς που δεν αντέχει πάντα τη δυστυχία που η ίδια αναπαράγει και πουλάει (κάποτε τη δημιουργεί κιόλας), λίγο αργότερα έβαλε τέρμα στη ζωή του. «Χωρίς λεφτά για τηλέφωνο, για το νοίκι μου, για να υποστηρίξω το παιδί μου, για να ξεπληρώσω τα χρέη μου, χρήματα, χρήματα, χρήματα, …, μα πάνω απ’ όλα, οι εφιάλτες από τις ζωντανές θύμησες από δολοφονίες, και πτώματα, και θυμός πολύς, και πόνος ανείπωτος, για παιδιά που πεινάνε, για τρελούς, συχνά και αστυνομικούς, που πατάνε τη σκανδάλη, δεν αντέχω άλλο, …, φεύγω», ήταν η τελευταία παράγραφος του σημειώματος που άφησε πίσω του.

Saturday, October 20, 2007

"Ωσπου να μας χωρίσει ο θάνατος" - Ο όρκος που ο Αντρε και η Ντορίνε δεν πήραν ποτέ!

Την ιστορία τους τη διάβασα πρόσφατα στη Γκάρντιαν, και με συγκλόνισε. Είναι η ιστορία ενός από τους πιο γνωστούς διανοουμένους της Γαλλίας, του Αντρέ Γκόρτς, και της γυναίκας τους Ντορίνε.

Εκείνος, από τους ιδρυτές του οικολογικού κινήματος της Γαλλίας, προσωπικός φίλος του Ζαν Πολ Σαρτρ, εμβληματική φυσιογνωμία της γαλλικής Αριστεράς, φιλόσοφος που ξόδεψε όλη τη ζωή του αναλύοντας τον σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό.

Εκείνη, σχεδόν άγνωστη σε όλους. Γνωρίστηκαν πριν από περίπου 60 χρόνια, παίζοντας χαρτιά σε ένα ξενοδοχείο της Ελβετίας, με κοινούς φίλους. Το όνομά της Ντορίν, γεννημένη στην Αγγλία. Την ερωτεύτηκε αστραπιαία ο Γκόρτς – το ίδιο και εκείνη.

Έκτοτε, δεν χώρισαν ποτέ. Η Ντορίν έγινε Γαλλίδα, και άλλαξε το όνομά της σε Ντορίνε. Ήταν σύζυγος και επαγγελματίας συνεργάτης του Γκόρτς. «Χωρίς αυτήν», έγραψε σε σημειώσεις που βρέθηκαν πρόσφατα, «η δουλειά μου θα έχανε την όποια σημασία έχει σήμερα».

Αλλά, ήταν η βαριά αρρώστια της Ντορίνε – μια σπάνια πάθηση στον εγκέφαλο, που προκλήθηκε από παρενέργειες μιας ουσίας που υποχρεώθηκε να πιει το 1960, για να κάνει ακτινογραφίες πριν χειρουργηθεί στη μέση – που οδήγησε και τους δύο σε … κοινό θάνατο!

Στις 24 του περασμένου μήνα, τα πτώματά τους βρέθηκαν δίπλα-δίπλα, στο σπίτι τους στη πόλη Βοσνόν. Είχαν αυτοκτονήσει 2 μέρες νωρίτερα με θανατηφόρα ένεση – πρώτα εκείνη, αμέσως μετά εκείνος.

Άφησαν και οι 2 από ένα σημείωμα, με οδηγίες για την αποτέφρωση των σωρών τους, κάτι που έγινε την περασμένη εβδομάδα, και οι στάχτες σκορπίστηκαν στον κήπο του σπιτιού. Ο Γκόρτς, που ήταν μια χαρά στην υγεία του, αισθανόταν πως το ελάχιστο που μπορούσε να κάνει για αυτήν την γυναίκα που στάθηκε στο πλευρό του τόσα χρόνια, σε καλές και άσχημες στιγμές, ήταν να φύγει μαζί της.

Μια επιστολή του, που δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα στο περιοδικό Λε Νουβέλ Ομπσερβατερ, ο Γκόρτς, που ήταν 83 ετών, έγραφε στην πολύ άρρωστη, και με αφόρητους, συνεχείς πόνους, γυναίκα του.

(Και εδώ, για μένα, είναι το μεγαλείο της ιστορίας)

«Αγαπημένη μου Ντορίνε. Σύντομα θα γίνεις 82 ετών. Η αρρώστια σε έχει συρρικνώσει κατά 6 εκατοστά. Το βάρος σου είναι μόλις 45 κιλά. Και όμως, είσαι ακόμα τόσο όμορφη, έχεις τόση χάρη καλή μου, και Χριστέ μου, πόσο ακόμα σε πόθο»

Sunday, July 8, 2007

Ο Μιτεραν και οι τάφοι των άλλων


ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΜΙΤΕΡΑΝ (1916-1996), πρωην Πρόεδρος της Γαλλίας. Τον Φεβρουάριο του 1993, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι του στη Καμπότζη, φωνάζει στις μπροστινές θέσεις του αεροπλάνου τον ψυχαναλυτή του Αλί Μαγκουντί, και του ζητά, όταν θα περάσουν 10 χρόνια από τον θάνατό του, να δημοσιοποιήσει τις σημειώσεις από τις συναντήσεις τους, που άρχισαν το 1982. Το βιβλίο, πράγματι, κυκλοφόρησε στα τέλη του 2005 στη Γαλλία, και πρόσφατα εδώ στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις «Κέρδος», υπό τον τίτλο «Συναντήσεις. Η Ψυχανάλυση του Φρανσουά Μιτεράν».

ΕΝΑ από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια, είναι εκείνα στα οποία ο Μιτεράν καλείται να πεί την άποψή του για τον θάνατο. Η πρώτη του απάντηση ηταν ότι ποτέ δεν σκότωσε άνθρωπο ο ίδιος. Η δεύτερη, αφου ο ψυχαναλυτής του ζητησε να περιγράψει πως βιώνει ο ίδιος την έννοια του θανάτου, ο πρώην πρόεδρος άρχισε να λέει πόσο πολύ αισθανόταν χρέος του, όποτε ένας αγαπητός φίλος η συνεργάτης έχανε ένα δικό του πρόσωπο, εκείνος να συμμετέχει στο πένθος του και να του συμπαρίσταται. Ο Αλί Μαγκουντί του ζήτησε περισσότερες διευκρινήσεις. Και τότε, ο Φρανσουά Μιτεράν αποκάλυψε μια ακόμη πιο ενδιαφέρουσα πτυχή του εαυτού του: την επιθυμία του να γνωρίζει που έχουν ταφεί άνθρωποι που εκτιμά, και να επισκέπτεται τους τάφους τους. Ιδίως τους ανθρωπους των γραμμάτων.

«Από την στιγμή που έχω αγαπήσει έναν συγγραφέα, ποτέ δεν μου φάνηκε άχρηστο ή αδιάφορο να ξέρω που αναπαύεται, σε ποιο περιβάλλον. Δεν είμαι ειοδικός. Όμως, το τι επιφυλάσσει η μοίρα στα λείψανά τους, είναι κάτι που με συγκινεί. Εχω πάει να δώ τον τάφο του Μπερνανός, του Μαλαρμέ και μερικών άλλων συγγραφέων, εκεί όπου συνήθως κανείς δεν ξέρει ότι βρίσκονται. Εχει ενδιαφέρον να ξέρεις ότι ο Μπερνανός θέλησε να επιστρέψει κοντά στη μητέρα του. Εχει ενδιαφέρον να δεις ότι πάνω στον τάφο του Μαλαρμέ, κοντά στο Φονταινεμπλώ, υπάρχει ένα σπασμένο αγγείο. Εχει ενδιαφέρον να δείς τον Βαν Γκογκ δίπλα στον αδερφό του. Δεν πρόκειται περί μανίας, ούτε περί ψύχωσης, απλώς συμπληρώνω την εικόνα που έχω για ένα πρόσωπο. Είναι ένας στοχασμός. Εκεί ολοκληρώνεται η ανθρώπινη περιπέτεια στη φυσική της διάσταση».